ἁπλώσω

ἁπλώσω
ἁ̱πλώσω , ἁπλόω
make single
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἁπλόω
make single
aor subj act 1st sg
ἁπλόω
make single
fut ind act 1st sg
ἁ̱πλώσω , ἁπλόω
make single
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἁπλόω
make single
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ντε Κούνινγκ, Βίλεμ — (Willem de Kooning, Ρότερνταμ 1904 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος ολλανδικής καταγωγής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε τη μαθητεία του στο Ρότερνταμ σε μια εταιρεία ζωγράφων και διακοσμητών. Σπούδασε ταυτόχρονα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των… …   Dictionary of Greek

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”